-
1 общежитие
общежитие с το κοινόβιο· студенческое \общежитие о φοιτητικός οίκος* * *сτο κοινόβιοстуде́нческое общежи́тие — ο φοιτητικός οίκος
-
2 монастырь
-я α.μοναστήρι, μονή λαύρα•мужской монастырь μοναστήρι καλόγερων•
женский μοναστήρι καλογριών.
|| η μοναστηριακή κοινότητα ή κοινόβιο. || η εκκλησία καθώς και όλη η μοναστηριακή ιδικτησία.εκφρ.подвести под монастырь – (απλ.) φέρνω σε δύσκολη θέση.
См. также в других словарях:
κοινόβιο — Μορφή οργάνωσης της μοναστικής ζωής, που διατηρείται έως σήμερα σε πολλά μοναστήρια του Αγίου Όρους. Στα πλαίσια του κ. οι μοναχοί μένουν, προσεύχονται και τρώνε σε κοινό τραπέζι, ενώ διοικούνται από ηγούμενο, τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι. Το… … Dictionary of Greek
κοινόβιο — το είδος μοναστηριού, οι μοναχοί του οποίου ζουν όλοι μαζί, με έξοδα της μονής και εργάζονται για ωφέλειά της, χωρίς να έχουν δική τους περιουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
κοινοκτημοσύνη — Συλλογική ιδιοκτησία δύο ή περισσότερων ατόμων στα περιουσιακά αγαθά. Ως κοινοτική ιδιοκτησία, ίσχυσε στους πρωτόγονους λαούς (φυλές), όπου ήταν κοινή η εδαφική περιοχή της φυλής. Καθώς όμως αναπτύχθηκαν οι οικονομικές τεχνικές και αναγνωρίστηκαν … Dictionary of Greek
Ονούφριος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο όσιος, ο Αιγύπτιος (5oς αι. μ.Χ). Ονομαστή ασκητική φυσιογνωμία της Αιγύπτου. Καταγόταν από την Περσία. Μόνασε αρχικά σε ένα κοινόβιο στην Ερμούπολη της θηβαΐδας και αργότερα αποσύρθηκε στην έρημο… … Dictionary of Greek
αναχωρητής — Αυτός που ζει απομονωμένος σε ερημικούς τόπους. Ως μορφή θρησκευτικής ζωής, ο αναχωρητισμός πρωτοεμφανίστηκε στην Αίγυπτο τον 3ο αι. μ.Χ. (Παύλος ο Θηβαίος) και διαδόθηκε στη Συρία και την Παλαιστίνη. Τα κύρια χαρακτηριστικά του αναχωρητισμού… … Dictionary of Greek
αφιερώνω — (AM ἀφιερῶ, όω) [ιερώ] προσφέρω, χαρίζω κάτι στον θεό σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. προσφέρω σε κάποιον κάτι (συνήθως έργο δικό μου) σε ένδειξη σεβασμού ή αγάπης 2. αφιερώνομαι (ή αφιερώνω τον εαυτό μου ή την προσοχή μου σε κάποιον … Dictionary of Greek
θεόκτιστος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος. H μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. 2. Αποκεφαλίστηκε για τις ιδέες του με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Οκτωβρίου. 3. Θ. ο ναύκληρος. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην… … Dictionary of Greek
ιακωβίνοι — Ονομασία που δόθηκε στους μοναχούς του Άγιου Δομίνικου, επειδή ο Φίλιππος Αύγουστος είχε αναθέσει σε αυτούς να φιλοξενούν στο Παρίσι τους προσκυνητές του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα (1218). Αρχικά, επτά από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι σε… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κελλιώτης — και κελιώτης ο (Μ κελλιώτης, και κελιώτης) (νεοελλ. μσν.) μοναχός που ζει σε κελλί μονής μσν. 1. ακόλουθος άρχοντα, υπασπιστής 2. ο μοναχός που άφησε το κοινόβιο και κατέφυγε σε λαύρα, για να ζήσει απολύτως μοναχική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελ(λ)ί… … Dictionary of Greek